- θύοντας
- θύ̱οντας , θύω 1offer by burningpres part act masc acc plθύ̱οντας , θύω 2ragepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαρέσκομαι — ἐξαρέσκομαι (Α) 1. αποκτώ την εύνοια, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («θεοῑς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας», Ξεν.) 2. εξαγοράζω την εύνοια κάποιου («ἄν τοὺς κυρίους ἤ δώροις ἤ δι ἄλλης ἡστινοσοῡν ὁμιλίας ἐξαρέσηται», Δημ.) … Dictionary of Greek
σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… … Dictionary of Greek